πειρατικός: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de pirate.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]].
|btext=ή, όν :<br />de pirate.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πειρατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πειρατεία]] ή στους πειρατές, ο [[κουρσάρικος]] («πειρατικά πλοία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειρατικό</i><br />το [[πλοίο]] τών πειρατών, κουρσάρικο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πειρατικός]] [[σταθμός]]» — [[ραδιοφωνικός]] [[σταθμός]] ο [[οποίος]] λειτουργεί [[κρυφά]] και [[παράνομα]], [[χωρίς]] [[άδεια]] της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά [[μέσα]] επικοινωνίας και καθορίζει το [[μήκος]] κύματος στο οποίο εκπέμπουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πειρατεία]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] καὶ φύσει [[πειρατικός]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειρατικόν</i><br />το [[σύνολο]] τών πειρατών, οι πειρατές<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πειρατικά</i><br />[[συμμορία]] πειρατών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειρατικά</i> / [[πειρατικῶς]] ΝΑ<br />με τρόπο πειρατικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειραστικῶς]], δοκιμαστικά.
}}
}}