πέκος: Difference between revisions

709 bytes added ,  29 September 2017
31
(6_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέκος''': Αἰολ. πέκκος, τό, = [[πόκος]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πέκος]], δέρμα, κῴδιον»· - [[ὡσαύτως]] [[πέσκος]], Νικ. Θηρ. 548 [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, [[ἤγουν]] τὸ [[λέπος]]».
|lstext='''πέκος''': Αἰολ. πέκκος, τό, = [[πόκος]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πέκος]], δέρμα, κῴδιον»· - [[ὡσαύτως]] [[πέσκος]], Νικ. Θηρ. 548 [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, [[ἤγουν]] τὸ [[λέπος]]».
}}
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πόκος]], το [[ποκάρι]], το [[σύνολο]] του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[δέρμα]], [[κώδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέκω]] / [[πείκω]]. Ο τ. [[πέκος]] [[είναι]] μτγν. από τον τ. [[πόκος]] και σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνώνυμου [[πέσκος]] «[[φλούδα]], [[δέρμα]]»].
}}
}}