πέπλιον: Difference between revisions

31
(6_22)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέπλος]], ἴδε [[πεπλίς]].
|lstext='''πέπλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέπλος]], ἴδε [[πεπλίς]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πεπλίς]]<br />υποκορ. του [[πεπλίς]].
}}
}}