3,274,919
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : [[ἐν]] Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; [[ὑπό]] τινος admiré de qqn;<br /><i>Cp.</i> περιβλεπτότερος, <i>Sp.</i> περιβλεπτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιβλέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : [[ἐν]] Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; [[ὑπό]] τινος admiré de qqn;<br /><i>Cp.</i> περιβλεπτότερος, <i>Sp.</i> περιβλεπτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιβλέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περίβλεπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβλέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατό να τὸν δει [[κανείς]] από οποιαδήποτε [[θέση]], [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική [[θέση]]» β. «ὅς... [[περίβλεπτος]] ἦν [[παρά]] τοῑς Συρακοσίοις» — ο [[οποίος]] ήταν [[περιφανής]] [[ανάμεσα]] στους Συρακουσίους, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Περίβλεπτος</i><br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>αρχ.</b><br />λεγόταν ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλέπτως</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο. | |||
}} | }} |