περιηγητής: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui conduit autour :<br /><b>1</b> guide;<br /><b>2</b> qui décrit en détail ; qui explique, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιηγέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui conduit autour :<br /><b>1</b> guide;<br /><b>2</b> qui décrit en détail ; qui explique, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιηγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν [[περιηγούμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο [[τουρίστας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα [[σημεία]] ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο [[ξεναγός]]<br /><b>2.</b> [[συγγραφέας]] γεωγραφικής περιγραφής.
}}
}}