περίκομμα: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />profil d’une personne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />profil d’une personne.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περικόπτω]]<br /><b>1.</b> [[μέρος]] που έχει κοπεί από μια [[ολότητα]], [[κομματάκι]], [[απόκομμα]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για [[κρέας]]) [[κομμάτι]] από το [[σώμα]] σφαγμένου ζώου, [[κοψίδι]]<br /><b>3.</b> [[περικοπή]].
}}
}}