περικλυσμός: Difference between revisions

32
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλυσμός''': ὁ, τὸ λούειν ἢ λούεσθαι [[πανταχόθεν]]· [[λοῦσις]], Γλωσσ.
|lstext='''περικλυσμός''': ὁ, τὸ λούειν ἢ λούεσθαι [[πανταχόθεν]]· [[λοῦσις]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[περικλύζω]]<br />[[περίκλυσις]].
}}
}}