περιπεφρασμένως: Difference between revisions

32
(6_6)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς περισκέψεως, [[μετὰ]] τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς περισκέψεως, [[μετὰ]] τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]].
}}
}}