περισπασμός: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> conversion à droite ou à gauche <i>t. de tact.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.<br />'''Étymologie:''' [[περισπάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> conversion à droite ou à gauche <i>t. de tact.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.<br />'''Étymologie:''' [[περισπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[περισπώ]]<br /><b>1.</b> [[απασχόληση]], [[απομάκρυνση]] από την κύρια [[εργασία]], [[απόσπαση]] της προσοχής σε [[αντικείμενο]] διαφορετικό από το [[κυρίως]] [[ενδιαφέρον]] [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]], [[έγνοια]], [[σκοτούρα]], [[στενοχώρια]] του βίου («οικογενειακοί περισπασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατ. κινήσεις) η [[στροφή]] ενός παρατεταγμένου τμήματος [[γύρω]] από τη μία πτέρυγά του [[κατά]] δύο τέταρτα του κύκλου ώστε να ελέγχεται ο [[πίσω]] από το [[τμήμα]] [[χώρος]] («κατ' οὐλαμὸν δ' [[ἐπιστροφή]] και [[περισπασμός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τόνος]] [[περισπωμένη]], ο [[τονισμός]] συλλαβής με [[περισπωμένη]] («τὸ [[ὤμοι]] [[οὐκέτι]] τοῡ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}