πετρόβλητος: Difference between revisions

32
(6_18)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]].
|lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χτυπηθεί από [[ρίξιμο]] πέτρας<br /><b>2.</b> (για [[νεφρό]]) αυτός που έχει προσβληθεί από [[λιθίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}