3,274,159
edits
(6_11) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3. | |lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πηκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πηκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[πήξη]] με [[πάγωμα]], με [[ψύξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[πήξη]] ή που συντελεί στην [[πήξη]], στο [[πήξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[χαρακτηρισμός]] οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό [[τοίχωμα]] της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με [[ενυδάτωση]] δίνουν γέλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το [[αίμα]] διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και [[μέσα]] στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την [[πήξη]] του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] το [[ινωδογόνο]], η [[προθρομβίνη]] και η αντιαιμοφιλική [[σφαιρίνη]]. | |||
}} | }} |