πιθανουργός: Difference between revisions

32
(6_18)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐθᾰνουργός''': -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15.
|lstext='''πῐθᾰνουργός''': -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] πιθανό, πιστευτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}