πῆμα: Difference between revisions

2,323 bytes added ,  29 September 2017
32
(SL_2)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=([[πῆμα]], -ατος, -α, -ατα nom.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pain]], [[trouble]] [[πῆμα]] θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.19) Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ [[ἐπί]] τι καὶ πῆμ [[ἄγει]] παλιντράπελον (O. 2.37) ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ (O. 12.12) ἅντε δόλον [[αὐτῷ]] θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν [[πῆμα]] (P. 2.40) ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα [[σύνδυο]] δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81) μήτ' ὦν τινι [[πῆμα]] πορών (P. 4.297)
|sltr=([[πῆμα]], -ατος, -α, -ατα nom.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pain]], [[trouble]] [[πῆμα]] θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.19) Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ [[ἐπί]] τι καὶ πῆμ [[ἄγει]] παλιντράπελον (O. 2.37) ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ (O. 12.12) ἅντε δόλον [[αὐτῷ]] θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν [[πῆμα]] (P. 2.40) ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα [[σύνδυο]] δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81) μήτ' ὦν τινι [[πῆμα]] πορών (P. 4.297)
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]] («[[πῆμα]] θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) [[βαρύς]] [[μόχθος]] («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ὁλεθρος, [[καταστροφή]], [[βάσανο]], [[πληγή]] («[[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]] ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα [[ὄνειαρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πῆμα]] ἐπὶ πήματι κεῑται»<br /><b>μτφ.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) το ολέθριο [[σίδερο]], δηλ. το [[ξίφος]] που σφυρηλατείται [[πάνω]] στο σιδερένιο [[αμόνι]] του σιδηρουργού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια [[κατάσταση]] και εμφανίζει κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σή</i>-<i>μα</i>, <i>σώ</i>-<i>μα</i>). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική [[άποψη]], συνδέσεις της λ. [[είναι]] με: αβεστ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[ονομασία]] αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[αρρώστια]] του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>pman</i>- «[[πόνος]], [[λύπη]], [[ταραχή]], [[βλάβη]]» (κατ' [[επίδραση]] του <i>p</i><i>ā</i><i>pa</i>- «[[κακός]]») βρίσκεται από σημασιολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στη λ. [[πῆμα]]. Έχει, [[επίσης]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με ελλ. τύπους όπως [[ταλαίπωρος]], [[πηρός]], [[πένομαι]], [[πένθος]] ή με το λατ. <i>patior</i> «[[πάσχω]]». Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῆμα]] [[είναι]] αρχαϊκή και η [[χρήση]] της υποχώρησε [[νωρίς]]].
}}
}}