πευστικός: Difference between revisions

32
(6_10)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πευστικός''': -ή, -όν, [[ἐρωτηματικός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.
|lstext='''πευστικός''': -ή, -όν, [[ἐρωτηματικός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πευστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πευστικόν</i><br />η [[ερώτηση]], η [[έρευνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πευστικῶς</i><br />ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.
}}
}}