πήσσω: Difference between revisions

32
(6_5)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πήσσω''': Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[πήγνυμι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.
|lstext='''πήσσω''': Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[πήγνυμι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. πήττω Α<br /><b>βλ.</b> [[πήγνυμι]].
}}
}}