πισσάσφαλτος: Difference between revisions

32
(6_9)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πισσάσφαλτος''': ἡ, [[κρᾶμα]] πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.
|lstext='''πισσάσφαλτος''': ἡ, [[κρᾶμα]] πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. [[ασφαλτόπισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] πίσσας και ασφάλτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄσφαλτος]]].
}}
}}