πίπα: Difference between revisions

2,298 bytes added ,  29 September 2017
32
(6_10)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίπα''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ πιπὼ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7.
|lstext='''πίπα''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ πιπὼ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> μικρό [[κύπελλο]] από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο [[άκρο]] σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε [[επιστόμιο]] και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το [[τσιμπούκι]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[σωλήνας]] στην [[άκρη]] του οποίου ο [[καπνιστής]] τοποθετεί το [[τσιγάρο]] ενώ από την [[άλλη]] εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>μετρολ.</b> πορτογαλική [[μονάδα]] χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 [[λίτρα]]<br /><b>4.</b> μεγάλο [[βαρέλι]] όπου αποθηκεύεται [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>5.</b> στοματική [[συνουσία]], [[πεολειξία]], αλλ. [[τσιμπούκι]]<br />β. <b>στον πληθ.</b> <i>οι πίπες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pipa</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. λατ. <i>pipa</i>, υποχωρητ. σχηματ. <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>pipo</i> «πιπ(ιλ)ίζω» (<b>πρβλ.</b> <i>πιπ</i>[[π]]<i>ίζω</i>, [[πιπώ]], [[πίπος]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην [[οικογένεια]] pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη [[ράχη]] του θηλυκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ολλανδ. <i>pipa</i>.].———————— <b>(III)</b><br />ἡ, Α<br />(δ. γρφ.) [[πιπώ]].
}}
}}