πίων: Difference between revisions

2,720 bytes added ,  29 September 2017
32
(SL_2)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πίων]] (cf. [[πίειρα]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fertile]] “Νείλοιο πρὸς [[πῖον]] [[τέμενος]] Κρονίδα” (P. 4.56)
|sltr=[[πίων]] (cf. [[πίειρα]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fertile]] “Νείλοιο πρὸς [[πῖον]] [[τέμενος]] Κρονίδα” (P. 4.56)
}}
{{grml
|mltxt=-ῑov και [[ανώμαλος]] τ. θηλ. [[πίειρα]] Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον Όμ. και [[ιδίως]] για ζώα) [[παχύς]], [[ευτραφής]] («ἔθηκ' [[ὄϊος]] καὶ πίονος αἰγός», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρες) [[σαρκώδης]], [[λιπώδης]] («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για μαστό) αυτός που παρέχει πολύ [[γάλα]]<br /><b>4.</b> (για πρόσ. και για τόπους) αυτός που έχει [[αφθονία]] κτημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων, [[πλούσιος]] («ἑῳ ἐνὶ πίονι νηῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άφθονος]] («καὶ ἔκλαυσε κλαυθμῷ πίονι», ΠΔ)<br /><b>6.</b> (για τον άνεμο) [[γονιμοποιός]], [[ζείδωρος]]<br /><b>7.</b> ([[κυρίως]] ο τ. θηλ. [[πίειρα]]) α) (για [[ξύλο]]) [[γεμάτος]] χυμό, [[γεμάτος]] [[ρετσίνι]] («φλὸξ αἱματηρά κἀπὸ πιείρας δρυός», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για [[πόλη]]) [[ευτυχής]] («πιείρας πόλεις μερόπων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> (για το [[έδαφος]]) [[εύφορος]], [[καρπερός]], [[γόνιμος]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίων]] [[δημός]]» — παχύ [[λίπος]], παχιά [[τσίπα]]<br />β) «πίονι μέτρῳ» — με [[αφθονία]]<br />γ) «ἐν καταφορᾷ πίονι» — σε βαθύ λήθαργο<br />δ) «πίονα ἔργα» — πλούσια [[συγκομιδή]], [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πίων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῑFων</i>) ανάγεται στο θ. της λ. <i>πῖ</i>-<i>αρ</i> και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>Fων</i>, ενώ ο τ. του θηλ. [[πίειρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πίFειρα</i>) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>r</i>-. Η [[ίδια]] [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων με -<i>n</i>- και –<i>r</i> απαντά και στα αρχ. ινδ. <i>pĩvan</i>, θηλ. <i>p</i><i>ī</i><i>vari</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πίαρ]]). Το επίθ. [[πίων]] διακρίνεται από το [[παχύς]] (<b>βλ. λ.</b> [[παχύς]])].
}}
}}