3,274,919
edits
(6_19) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας. | |lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [[πιστώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με [[πίστωση]], [[δανειστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]], [[εγγυητής]]. | |||
}} | }} |