πικρόλωτος: Difference between revisions

32
(6_16)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.
|lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό.
}}
}}