3,277,068
edits
(6_16) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13. | |lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό. | |||
}} | }} |