πιτυρώδης: Difference between revisions

32
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. [[πίτυρον]] 3.
|lstext='''πῐτῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. [[πίτυρον]] 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]].
}}
}}