πλανύττω: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, πλανύσσω Α<br />περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[πλανώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σε -<i>ύττω</i>, πιθ. [[ποιητικός]] τ. [[αντί]] του <i>πλανῶμαι</i>. Ο τ. <i>πλαν</i>-<i>ύσσω</i> πιθ. [[κατά]] τα [[ἀλύσσω]], <i>πτερύσσω</i>].
}}
}}