3,274,216
edits
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεονεκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη [[θέση]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[πλεονεξία]] («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεονεκτικώς</i> / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, [[πλεονεκτικά]] Ν<br />με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ροπή]] [[προς]] την [[πλεονεξία]]. | |||
}} | }} |