πλεκτικός: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’art de tresser ; ἡ πλεκτική ([[τέχνη]]) l’art de tresser;<br /><b>2</b> propre à s’entrelacer, à s’unir par un enlacement.<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’art de tresser ; ἡ πλεκτική ([[τέχνη]]) l’art de tresser;<br /><b>2</b> propre à s’entrelacer, à s’unir par un enlacement.<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, [[πλεχτικός]], -ή,-ό, Ν [[πλεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλέξιμο]] ή αυτός που ασχολείται με το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλεκτική</i><br />η [[τέχνη]] της κατασκευής πλεκτών ειδών, της μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο γίνεται το [[πλέξιμο]] ή ο [[χρήσιμος]] για την [[πλέξη]] («πλεκτικές μηχανές»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πλεκτικά</i><br />η [[αμοιβή]] που δίνεται για το [[πλέξιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να περιπλέκει ή να περιπλέκεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεκτικῶς</i> Α<br />με πλεκτικό τρόπο, με [[τάση]] για [[περιπλοκή]].
}}
}}