πλινθιακός: Difference between revisions

33
(6_11)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = [[πλινθευτής]], Διογ. Λ. 4. 36.
|lstext='''πλινθιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = [[πλινθευτής]], Διογ. Λ. 4. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πλινθιακός]]<br />[[πλινθευτής]], [[πλινθουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. παράγεται [[μάλλον]] από τον τ. [[πλινθίον]], υποκορ. του [[πλίνθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[ιακός]]: <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>)].
}}
}}