πλοώδης: Difference between revisions

33
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., [[χαλαρός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon.
|lstext='''πλοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., [[χαλαρός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α [[πλόος]] / <i>πλούς</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει, που επιπλέει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[χαλαρός]] («[[πλοώδης]] [[κληΐς]]» — [[χαλαρός]] [[σύρτης]] πόρτας, Ιπποκρ.).
}}
}}