πνευμάτιος: Difference between revisions

33
(6_4)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνευμάτιος''': -α, -ον, [[ἀνεμώδης]], ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.
|lstext='''πνευμάτιος''': -α, -ον, [[ἀνεμώδης]], ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[πνευμάτιον]]<br />α) σύντομη ζωή<br />β) μικρή, ελαφριά [[αναπνοή]]<br />γ) το ελαφρύ [[φούσκωμα]]<br />δ) ελαφριά [[αύρα]].
}}
}}