πλινθευτής: Difference between revisions

33
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163.
|lstext='''πλινθευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]].
}}
}}