ποδάγρα: Difference between revisions

1,241 bytes added ,  29 September 2017
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />piège qui saisit l’animal par le pied.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἀγρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />piège qui saisit l’animal par le pied.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἀγρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[χρόνια]] [[νόσος]], [[προσβολή]] της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] για [[σύλληψη]] θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Ποδάγρα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ [[ἱερόν]]», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[παγίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>γαλε</i>-[[άγρα]], <i>μυ</i>-[[άγρα]]) και με σημ. «[[νόσος]] τών ποδιών» (<b>πρβλ.</b> [[χειρ]]-[[άγρα]])].
}}
}}