ποικιλόδακρυς: Difference between revisions

33
(6_22)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόδακρυς''': -υος, ὁ, ἡ, ὁ χέων πολλὰ δάκρυα Νόνν. Δ. 10. 45.
|lstext='''ποικῐλόδακρυς''': -υος, ὁ, ἡ, ὁ χέων πολλὰ δάκρυα Νόνν. Δ. 10. 45.
}}
{{grml
|mltxt=-άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που χύνει [[πολλά]] δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>δακρυς</i>)].
}}
}}