3,271,289
edits
(6_18) |
(33) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλοεργός''': -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. [[πήνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376. | |lstext='''ποικῐλοεργός''': -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. [[πήνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς [[ἀνήρ]]... [[ἀμάρυγμα]] φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει [[έπειτα]] από μια [[σειρά]] πολλών και διαφορετικών [[εργασιών]] («ποικιλοεργὸς [[πήνη]]», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]) <b>πρβλ.</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>]. | |||
}} | }} |