πολλότης: Difference between revisions

33
(6_12)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλότης''': -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ [[πολύς]], Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.
|lstext='''πολλότης''': -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ [[πολύς]], Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] πολύ, [[πληθύς]], [[πληθώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}