πολιοπώγων: Difference between revisions

33
(6_15)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιοπώγων''': ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.
|lstext='''πολιοπώγων''': ὁ, ὁ πολιὸν ἔχων πώγωνα, ἀσπρογένης, Ἰσαὰκ Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Exc. σ. 307.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Μ<br />αυτός που έχει γκρίζα γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «γένια» (<b>πρβλ.</b> <i>δασυ</i>-[[πώγων]], <i>μακρο</i>-[[πώγων]])].
}}
}}