πολύκαμπτος: Difference between revisions

33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκαμπτος''': -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. [[μέλη]] Παρμεν. 146, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 66.
|lstext='''πολύκαμπτος''': -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. [[μέλη]] Παρμεν. 146, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 66.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[πολυκαμπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>καμπτος</i>].
}}
}}