πολυκάλαμος: Difference between revisions

33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκάλᾰμος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν καλάμων συνιστάμενος, ἔχων πολλοὺς καλάμους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 2, κτλ.· σῦριγξ Διόδ. 3. 58.
|lstext='''πολῠκάλᾰμος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν καλάμων συνιστάμενος, ἔχων πολλοὺς καλάμους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 2, κτλ.· σῦριγξ Διόδ. 3. 58.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] καλάμια<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] καλάμια («τὴν τε πολυκάλαμον [[σύριγγα]] πρώτην ἐπινοῆσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάλαμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-[[κάλαμος]])].
}}
}}