πολυκλόνητος: Difference between revisions

33
(6_18)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκλόνητος''': -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ [[πάντοτε]] κινούμενος, Συνέσ. 98Α.
|lstext='''πολυκλόνητος''': -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ [[πάντοτε]] κινούμενος, Συνέσ. 98Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κλονίζεται πολύ<br /><b>2.</b> αυτός που κινείται πολύ ή [[πάντοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλονίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κλόνητος</i>].
}}
}}