πολυσθενής: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> αυτός του οποίου το [[σθένος]] [[είναι]] [[πάνω]] από ένα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[σθένος]], πολλή [[δύναμη]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}