πορνικός: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πορνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πόρνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πόρνη]] ή αυτός που χαρακτηρίζει την [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> [[ασελγής]], [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλανητική [[επίδραση]]) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορνικὸν [[τέλος]]» — ο [[φόρος]] που πλήρωναν αυτοί που είχαν [[πορνείο]].
}}
}}