πόρνευμα: Difference between revisions

33
(6_21)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόρνευμα''': τό, = [[πορνεία]], Ψελλ.· [[οὕτως]], πόρνευσις, εως, ἡ, Σεκούνδου Γνῶμαι 14.
|lstext='''πόρνευμα''': τό, = [[πορνεία]], Ψελλ.· [[οὕτως]], πόρνευσις, εως, ἡ, Σεκούνδου Γνῶμαι 14.
}}
{{grml
|mltxt=το, Α [[πορνεύω]]<br />[[πορνεία]].
}}
}}