πρακτικός: Difference between revisions

33
(eksahir)
(33)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[práctica]], [[operación mágica]]
|esgtx=[[práctica]], [[operación mágica]]
}}
{{grml
|mltxt=-ἡ, -ὁ / [[πρακτικός]], -ἡ, -όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [[πρακτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πράξη]], στην [[πείρα]], [[εμπειρικός]] (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική [[λύση]]» δ. «[[πρακτικός]] [[βίος]]» — [[ενεργητικός]] [[βίος]], <b>Αριστοτ.</b><br />ε. «πρακτικαὶ ἀρχαί» — οι αρχές τών πράξεων, <b>Αριστοτ.</b><br />στ. «πρακτικοὶ χρόνοι» — χρόνοι κατάλληλοι [[προς]] [[πράξη]], χρόνοι εύθετοι, Μηναί.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που διευκολύνει την [[εργασία]] ή που χρησιμοποιείται άνετα (α. «πρακτική [[μέθοδος]]» β. «πρακτικά ρούχα και παπούτσια»)<br /><b>3.</b> αυτός που ενεργεί με [[βάση]] την [[πραγματικότητα]], αυτός που δεν παρασύρεται από [[φαντασιοπληξία]], [[ρεαλιστής]] και [[θετικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που εφαρμόζει στην επαγγελματική του [[δραστηριότητα]] την [[πείρα]] του και όχι θεωρητικά αποκτημένες γνώσεις, [[εμπειρικός]] (α. «[[πρακτικός]] [[γιατρός]]» β. «πρακτική μαμή»)<br /><b>5.</b> αυτός που αναφέρεται στις λεγόμενες θετικές επιστήμες, όπως λ.χ. στη [[φυσική]] και στα [[μαθηματικά]]<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πρακτική</i><br />α) η [[εφαρμογή]] στην [[πράξη]] θεωρητικών γνώσεων ή απόψεων (α. «σωστά όσα λες, [[αλλά]] σκοντάφτουν στην πρακτική» β. «[[μετά]] τις σπουδές του θα κάνει την πρακτική του (ενν. [[εξάσκηση]]) για ένα εξάμηνο»)<br />γ. <b>(φιλοσ.)</b> φιλοσοφική [[κατηγορία]] που ανακλά την κοινωνικο-ιστορική [[δραστηριότητα]] τών ανθρώπων για την [[αλλαγή]] της αντικειμενικής πραγματικότητας, φυσικής και κοινωνικής, σύμφωνα με τις ανάγκες τους<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρακτικό</i><br />σύντομη γραπτή [[έκθεση]] που διατυπώνει το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας αρμόδιου υπαλλήλου, επιτροπής ή συλλόγου (α. «πρακτικό διορισμού» β. «πρακτικό εξετάσεων»)<br /><b>8.</b> (το ουδ. [[κυρίως]] στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα πρακτικά</i> και <i>πραχτικά</i><br />έγγραφη επίσημη [[έκθεση]] τών όσων έχουν λεχθεί ή συντελεστεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] συνεδρίασης οργανωμένου σώματος, [[έκθεση]] η οποία γίνεται από αρμόδιο [[πρόσωπο]], τον γραμματέα ή πρακτικογράφο (α. «πρακτικά της Βουλής» β. «πρακτικά δικαστηρίου»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «πρακτικά [[συνόδων]]»<br /><b>εκκλ.</b> τα [[επίσημα]] [[κείμενα]] τών συζητήσεων και τών αποφάσεων τών τοπικών και οικουμενικών [[συνόδων]] για θέματα πίστης, διοίκησης και λατρείας<br />β) «πρακτική [[θεολογία]]» — [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] κλάδους της θεολογίας, που περιλαμβάνει τους τομείς της κατηχητικής, της ομιλητικής, της λειτουργικής, της ποιμαντικής, της εξομολογητικής και του κανονικού και εκκλησιαστικού δικαίου<br />γ) «πρακτική [[φιλοσοφία]]» — οι κανόνες ηθικής που αποτελούν [[τμήμα]] ορισμένων κλασικών φιλοσοφικών συστημάτων<br />δ) «πρακτικό [[λύκειο]]» — [[σχολείο]] της [[μέσης]] εκπαίδευσης, στο οποίο φοιτούσαν μαθητές που προορίζονταν για τις ανώτατες σχολές τεχνικών, μαθηματικών, φυσικών επιστημών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]] («τὸ πρακτικώτατον... τῆς τῶν ὑπεναντίων δυνάμεως ἠχρείωται», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατορθώνει να πάρει από κάποιον ό,τι ποθεί («παρὰ τῶν θεῶν πρακτικώτερος εἴη [[ὥσπερ]] καὶ παρ' ἀνθρώπων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που συντελεί σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (για [[πράγμα]]) [[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>6.</b> [[ανθρώπινος]], [[γήινος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ουράνιο]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[επιστήμη]] («τὴν μὲν πρακτικὴν προσειπών, τὴν δε γνωστικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) δραστήρια ζωή γεμάτη από καλές πράξεις, [[άσκηση]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρακτικόν</i><br />μαγική [[ιεροτελεστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρακτικώς</i> / <i>πρακτικῶς</i> ΝΜΑ και <i>πρακτικά</i> Ν<br />με τρόπο πρακτικό, εμπειρικό («αντιμετώπισε το [[θέμα]] πρακτικά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />στην [[πράξη]] («πρακτικά δεν γίνεται αυτό που προτείνεις»).
}}
}}