προανέχω: Difference between revisions

34
(6_13b)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· [[μετὰ]] γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
|lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· [[μετὰ]] γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξέχω]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («τὸ τεῑχος... τοῡ λόφου [[καθάπερ]] [[κορυφή]] τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνέχω]] «[[κρατώ]] [[ψηλά]]»].
}}
}}