προεξέδρα: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />siège élevé au-dessus des autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέδρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />siège élevé au-dessus des autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέδρα]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κυρίως]] ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α [[ἐξέδρα]]<br />χωριστό, υψηλό [[κάθισμα]], [[επίσημος]] [[θρόνος]] («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῡ ἐπίτηδες αὐτοῡ [[ταύτη]] προεξέδρη λίθου λευκοῡ», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}