προλογίζω: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=être le principal acteur d’une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]].
|btext=être le principal acteur d’une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]].
}}
}}