προσγυμναστής: Difference between revisions

34
(6_19)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσγυμναστής''': -οῦ, ὁ, [[ἀνταγωνιστής]] τινος ἐν τῷ γυμνάζεσθαι, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 25. 5.
|lstext='''προσγυμναστής''': -οῦ, ὁ, [[ἀνταγωνιστής]] τινος ἐν τῷ γυμνάζεσθαι, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 25. 5.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[προσγυμνάζω]]<br />αυτός που συναγωνίζεται κάποιον σε αγώνα.
}}
}}