πρόσκλυσμα: Difference between revisions

35
(6_22)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσκλυσμα''': τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν [[ὕδωρ]], Ὀρειβάσ. 157 Matth.
|lstext='''πρόσκλυσμα''': τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν [[ὕδωρ]], Ὀρειβάσ. 157 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ύσματος, τὸ, Α [[προσκλύζω]]<br /><b>1.</b> το ζεστό [[νερό]] που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] ή [[λούσιμο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) το [[νερό]] που χρησιμοποιείται για το [[λούσιμο]] των μαλλιών.
}}
}}