πρόσυλος: Difference between revisions

35
(6_17)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσῡλος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
|lstext='''πρόσῡλος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος στην ύλη, που [[είναι]] συνενωμένος με την ύλη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υλικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσύλως</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>υλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>υλος</i>].
}}
}}