3,277,301
edits
(6_5) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσχάσκω''': ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, εἶμαι [[ἄπληστος]] διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560. | |lstext='''προσχάσκω''': ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, εἶμαι [[ἄπληστος]] διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α·1. [[προσβλέπω]] κάποιον με ανοιχτό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου»]. | |||
}} | }} |