πρόσφυμα: Difference between revisions

35
(6_22)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
|lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΑ [[προσφύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> [[μόρφημα]] που προστίθεται στη θεματική [[ρίζα]], δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό [[στοιχείο]], και συμβάλλει στην [[κλίση]] ή στην [[παραγωγή]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που προσφύεται.
}}
}}