προστροπή: Difference between revisions

35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prière, supplication : τινος à qqn ; θεᾶς ἔχειν προστροπήν EUR avoir la fonction d’apaiser la déesse, <i>càd</i> être prêtre <i>ou</i> prêtresse.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prière, supplication : τινος à qqn ; θεᾶς ἔχειν προστροπήν EUR avoir la fonction d’apaiser la déesse, <i>càd</i> être prêtre <i>ou</i> prêtresse.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προστρέπω]]<br /><b>1.</b> [[ικεσία]] ενός ανθρώπου που φέρει [[μίασμα]], [[ιδίως]] φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για [[εξιλέωση]], για εξαγνισμό<br /><b>2.</b> [[προσευχή]], [[παράκληση]] ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν [[ὑπὲρ]] τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[ενοχή]], [[μίασμα]] φονιά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — [[είμαι]] [[ιέρεια]] μιας θεάς<br />β) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — [[κάνω]] [[αίτηση]] [[προς]] την [[πόλη]]<br />γ) «προστροπὴ γυναικῶν» — [[χορός]] ικέτιδων [[γυναικών]].
}}
}}