πρόσχορδος: Difference between revisions

35
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχορδος''': -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον [[ὄργανον]]· [[καθόλου]], ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ [[πρός]] τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.
|lstext='''πρόσχορδος''': -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον [[ὄργανον]]· [[καθόλου]], ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ [[πρός]] τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]] ή σε [[συμφωνία]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]])].
}}
}}